συνήνεμος

συνήνεμος
συνήνεμος, ον,
A exposed to the wind, Poll.5.110; σ. ἐλπίδες all unstable, Heraclit.All.33 cod. (dub.l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνήνεμος — ον, Α 1. εκτεθειμένος στους ανέμους 2. μτφ. (για ελπίδες) αυτός που σκορπίζεται με το φύσημα τού ανέμου, εντελώς ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. προσ ήνεμος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • συνήνεμον — συνήνεμος exposed to the wind masc/fem acc sg συνήνεμος exposed to the wind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηνέμους — συνήνεμος exposed to the wind masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”